αὐτογράφων

αὐτογράφων
αὐτόγραφος
written with one's own hand
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άλμπουμ — το λεύκωμα, συλλογή απο αυτόγραφα, στίχους, γνώμες ή σκέψεις, φωτογραφίες, εικόνες κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ξενική που προέρχεται από το ουδ. του λατιν. επίθ. albus «λευκός». Το λατιν. ουσ. album ήταν αντίστοιχο της αρχ. ελλην. λ. λεύκωμα*. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • κακέμονο — ονομασία ιαπωνικών εικόνων, υδατογραφιών, αυτογράφων κ.ά. έργων τέχνης που αναρτώνται στους τοίχους για διακόσμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. kakemono < ιαπ. kakemono «κρεμαστός»] …   Dictionary of Greek

  • συλλογή — Η συνηθέστερη σημασία της λέξης είναι η συγκέντρωση αντικείμενων με κάποια αξία, σπάνιων ή περίεργων, ταξινομημένων σύμφωνα με τα κριτήρια ή το σκοπό εκείνου που τα μαζεύει (συλλέκτη) και τα οποία αποτελούν συχνά αντικείμενο ανταλλαγών ή και… …   Dictionary of Greek

  • Σολωμός, Διονύσιος — Έλληνας ποιητής (Ζάκυνθος 1798 Κέρκυρα 1857). Σε ηλικία δέκα ετών, ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του, τον έστειλε ο κηδεμόνας του στην Ιταλία, όπου έμεινε δέκα χρόνια, κατά τα οποία φοίτησε σε σχολεία διαφόρων πόλεων (Βενετία, Κρεμόνα,… …   Dictionary of Greek

  • άλμπουμ — το (λ. λατιν.), λεύκωμα, συλλογή στίχων, εικόνων, αυτόγραφων κτλ.: Τον παρακάλεσα να γράψει κάτι στο άλμπουμ μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”